ανακλητήριος


ανακλητήριος
Προφορά

Ετυμολογία
ανακλητήριος ανακαλώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανακλητήριος -ια, -ιο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκληση, αυτός με τον οποίο γίνεται ανάκληση: ανακλητήριο σήμα – σάλπισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.