ανακαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
ανακαλώ αρχαία ελληνική ἀνα-καλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανακαλώ -είς, -εί
✦ καλώ κάποιον να επιστρέψει
✦ επαναφέρω στη μνήμη μου
✦ ακυρώνω, παίρνω το λόγο μου πίσω, καταργώ
✦ φρ. ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναπολώ – ανακαλώ στην τάξη, ελέγχω κάποιον που παρεκτράπη ή έκανε αταξία: χτύπησε δυνατά το κουδούνι, ανακάλεσε στην τάξη δυο τρεις θορυβοποιούς (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–