αναδημοσίευση
Προφορά
Ετυμολογία
αναδημοσίευση αναδημοσιεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναδημοσίευση
✦ νέα δημοσίευση του ίδιου κειμένου: δεν είχα παρά μια πολύ κομματιαστή θέα του έργου του, από σποραδικά μονόφυλλα, αναδημοσιεύσεις σε περιοδικά… (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–