ανέμη


ανέμη
Προφορά

Ετυμολογία
ανέμη μεταγενέστερη ελληνική ἀνέμη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανέμη

✦ όργανο για το τύλιγμα ή το ξετύλιγμα νήματος: κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη (προοίμιο λαϊκών παραμυθιών)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.