αλλοπρόσαλλος
Προφορά
Ετυμολογία
αλλοπρόσαλλος αρχαία ελληνική ἀλλοπρόσαλλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλλοπρόσαλλος -η, -ο
✦ ο άστατος, που αλλάζει διαρκώς γνώμες και διαθέσεις
Συνώνυμα
ανερμάτιστος, ασταθής, ευμετάβλητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αλλοπρόσαλλα (Κ αλλοπροσάλλως)