αειθαλής
Προφορά
Ετυμολογία
αειθαλής μεταγενέστερη ελληνική ἀειθαλής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αειθαλής -ής, -ές
✦ ο πάντοτε θαλερός, ακμαίος: φοβότανε για την αειθαλή εφηβικότητα της ψυχής του (Γ. Θεοτοκάς) – αειθαλές πνεύμα
✦ αειθαλή φυτά, που διατηρούν το φύλλωμά τους και το χειμώνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φυλλοβόλα
Επιρρήματα
–