αεί
Προφορά
Ετυμολογία
αεί αρχαία ελληνική ἀεί
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ αεί
✦ πάντοτε
✦ ως α΄ συνθετ. σε πολλές σύνθ. λ. (ιδ. σε επίθ.) προσθέτει την έννοια του παντοτινού ή της μεγάλης διάρκειας σ’ αυτό που δηλώνει το β΄ συνθετικό (π.χ. αείρροος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–