αδυσχέραντος
Προφορά
Ετυμολογία
αδυσχέραντος ἀ στερητικό + δυσχεραίνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδυσχέραντος -η, -ο
✦ ευχερής, εύκολος
✦ που δεν προκαλεί δυσχέρειες
✦ που δεν αντιμετωπίζει δυσχέρειες: η επιτροπή αδυσχέραντη θα προχωρήσει στο έργο της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–