αδιασκόρπιστος


αδιασκόρπιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιασκόρπιστος ἀ στερητικό + διασκορπίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιασκόρπιστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν διασκορπίστηκε ή δεν μπορεί να διασκορπιστεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αδιασκόρπιστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.