αδιασκέδαστος


αδιασκέδαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιασκέδαστος ἀ στερητικό + διασκεδάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιασκέδαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν διασκέδασε
✦ που δεν είναι διασκεδαστικός.
✦ που δεν διασκορπίστηκε, δεν διαλύθηκε: αδιασκέδαστες ανησυχίες – υποψίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.