αδιανέμητος
Προφορά
Ετυμολογία
αδιανέμητος μεταγενέστερη ελληνική ἀδιανέμητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδιανέμητος -η, -ο
✦ που δεν έχει διανεμηθεί, αδιαμοίραστος
✦ που δεν μπορεί να διανεμηθεί, δεν επιδέχεται διανομή: αδιανέμητη περιουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–