αγώνας


αγώνας
Προφορά

Ετυμολογία
αγώνας αρχαία ελληνική ἀγών

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αγώνας

✦ κάθε έντονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση δυσχερειών, την επικράτηση επί αντιπάλων ή την επιτυχία κάποιου σκοπού: σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη, αγώνας για το ψωμί και το αλάτι (Κ. Καρυωτάκης)
✦ διαγωνισμός
✦ αθλητική άμιλλα: στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι, στων ευγενών αγώνων, λάμψε την ορμή (Κ. Παλαμάς)
✦ (ειδ.) Αγώνας, η εθνεγερσία του 1821

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.