αγόγγυστος


αγόγγυστος
Προφορά

Ετυμολογία
αγόγγυστος μεταγενέστερη ελληνική ἀγόγγυστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγόγγυστος -η, -ο

✦ υπομονετικός, καρτερικός, που δεν παραπονιέται, δε γογγύζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αγόγγυστα (Κ αγογγύστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.