αγραμματισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αγραμματισμός └γαλλ┘ agrammatisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγραμματισμός
✦ μορφή διαταραχής του λόγου κατά την οποία εκδηλώνεται αδυναμία στη συγκρότηση προτάσεων, στον προφορικό και γραπτό λόγο, σύμφωνα με τους συντακτικούς κανόνες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–