αγοραίος
Προφορά
Ετυμολογία
αγοραίος αρχαία ελληνική ἀγοραῖος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγοραίος -αία, -αίο
✦ ο της αγοράς, ο σχετικός με την αγορά
✦ κοινός, συνηθισμένος, χυδαίος: είναι γελοίος ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–