αγγελοσκιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αγγελοσκιάζω άγγελος + σκιάζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγγελοσκιάζω
✦ τρομάζω ενώ είμαι στα τελευταία μου, επειδή βλέπω τον άγγελο του θανάτου, πνέω τα λοίσθια
✦ τρομάζω, ταράζομαι
✦ παθαίνω επιληψία, σεληνιάζομαι
✦ (ενεργ. μτβ.) αγγελοκόβω (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–