αβράκωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αβράκωτος ἀ στερητικό + βρακώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβράκωτος -η, -ο
✦ ο χωρίς βρακί, ξεβράκωτος
✦ (μτφ. ) πάμφτωχος
✦ όν. που έδωσαν οι Γάλλοι αριστοκράτες στους επαναστάτες κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης-
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–