αίσθηση
Προφορά
Ετυμολογία
αίσθηση αρχαία ελληνική αἴσθησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αίσθηση
✦ καθεμιά από τις λειτουργίες με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς: η όραση, η ακοή, η όσφρηση, η γεύση και η αφή είναι οι πέντες αισθήσεις
✦ αντίληψη, επίγνωση
✦ ζωηρή εντύπωση: η χειρονομία του προκάλεσε αίσθηση
✦ φρ. δεν μου κάνει αίσθηση, δεν με συγκινεί
✦ εκτίμηση ή κατανόηση της αξίας ή της σημασίας κάποιου ή κάτι: δεν έχει την αίσθηση του χιούμορ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–