ίππος
Προφορά
Ετυμολογία
ίππος αρχαία ελληνική ἵππος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ίππος
✦ το άλογο
✦ (γυμναστ.) όργανο για υπερπηδήσεις
✦ (μηχαν.) μονάδα μετρήσεως της ιπποδύναμης
✦ (ζωολ.) θαλάσσιος ίππος, μεγάλο θαλάσσιο αμφίβιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–