ήλεκτρο
Προφορά
Ετυμολογία
ήλεκτρο αρχαία ελληνική ἤλεκτρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ήλεκτρο
✦ απολιθωμένη ορυκτή ρητίνη κωνοφόρων δέντρων με κίτρινο, πορτοκαλί ή ερυθροκάστανο χρώμα που έχει την ιδιότητα να ηλεκτρίζεται με την τριβή, κεχριμπάρι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–