έξαλλος
Προφορά
Ετυμολογία
έξαλλος μεταγενέστερη ελληνική ἔξαλλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έξαλλος -η, -ο
✦ ο εκτός εαυτού, ο αλλαγμένος από ισχυρό συναίσθημα, έντονο πάθος: ήταν, κυριολεκτικά έξαλλος από οργή
✦ (κ. για ψυχικές καταστάσεις) ιδιαίτερα έντονος: έξαλλος ενθουσιασμός
Συνώνυμα
έκφρων ,ξέφρενος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
έξαλλα (Κ εξάλλως)