άνορακ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply άνορακΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/άνορακ.mp3Ετυμολογίαάνορακ └αγγλ┘anorak Ερμηνείαουσιαστικό└άκλιτο┘ το άνορακ ✦ αδιάβροχο σακάκι με κουκούλα για να προστατεύει από τη βροχή, τον άνεμο ή το κρύο Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–