ωμότητα


ωμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ωμότητα αρχαία ελληνική ὠμότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ωμότητα

(μτφ. ) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ωμού, σκαιότητα, αγριάδα, τραχύτητα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ηπιότητα, επιείκεια, πραότητα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.