σμιλάρι


σμιλάρι
Προφορά

Ετυμολογία
σμιλάρι μεταγενέστερη ελληνική σμιλάριον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σμίλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σμιλάρι

✦ ξυλουργικό και λαξευτικό εργαλείο, σμίλη: και μ’ όλη του κοντυλιού τη μαστοριά, του σμιλαριού την τέχνη (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.