κοπιάζω


κοπιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
κοπιάζω μεταγενέστερη ελληνική κοπιάζω

Ερμηνεία
ρήμα κοπιάζω

✦ κουράζομαι: σαν τ’ αγαπημένα αδέρφια που κοπίασαν να ρίξουνε σκεπή στο σπιτικό τους (Διδώ Σωτηρίου)
✦ κάνω τον κόπο να μπω ή να πάω κάπου: (φιλοφρονητική φρ.) κοπιάστε – το καλογεροπαίδι που τους έκαμε νόημα να κοπιάσουν (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα
μοχθώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.