διεκπεραιώνω


διεκπεραιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
διεκπεραιώνω μεταγενέστερη ελληνική διεκπεραιόομαι -οῦμαι

Ερμηνεία
ρήμα διεκπεραιώνω

✦ εκτελώ εντολή ή υπηρεσία
✦ φέρνω κάτι σε πέρας
✦ (ειδ.) καταχωρίζω και αποστέλνω (έγγραφα, έντυπα κτλ.)

Συνώνυμα
αποπερατώνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.