αψέκαστος


αψέκαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αψέκαστος ἀ στερητικό + ψεκάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αψέκαστος -η, -ο

✦ που δεν έχει ψεκαστεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.