αποστέλλω


αποστέλλω
Προφορά

Ετυμολογία
αποστέλλω αρχαία ελληνική ἀπο-στέλλω

Ερμηνεία
ρήμα αποστέλλω

✦ στέλνω κάπου κάτι ή κάποιον: αποστέλλω χρήματα – εμπορεύματα – αντιπροσώπους
✦ μτχ. παθ. πρκμ. απεσταλμένος, -η, -ο (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.