ανεπισκίαστος


ανεπισκίαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεπισκίαστος μεταγενέστερη ελληνική ἀνεπισκίαστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεπισκίαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν επισκιάστηκε, δεν παραμερίστηκε από άλλον, που δεν έχασε την αίγλη του: ανεπισκίαστη φήμη – δόξα
✦ αυτός που δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί: ανεπισκίαστος ηρωισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανεπισκίαστα (Κ ανεπισκιάστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.