αυτοκρατία
Προφορά
Ετυμολογία
αυτοκρατία αυτός + -κρατία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αυτοκρατία
✦ απόλυτη και δεσποτική εξουσία
✦ (φιλοσ.) θεωρία κατά την οποία δεν υπάρχει τίποτε πέρα από την ατομική συνείδηση, ά. σολιψισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–