stock
Προφορά
{stɒk}
(Επίθετο)
● έτοιμος
● κοινός
● συνήθης
(Ουσιαστικό)
● στέλεχος
● κορμός
● γένος
● ζώα
● κτήνη
● κεφάλαιο
● χρεόγραφο
● στοκ
● εγκεκριμένο μετοχικό κεφαλαίο
● μετοχή
● παρακαταθήκη
(Ρήμα)
● εφοδιάζω
● προμηθεύω
● αποθηκεύω
Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση