αυθαίρετος
Προφορά
Ετυμολογία
αυθαίρετος αρχαία ελληνική αὐθαίρετος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυθαίρετος -η, -ο
✦ που αποφασίζει και ενεργεί κατά τη δική του κρίση αγνοώντας τους κανόνες της λογικής
✦ που παραβιάζει τους νόμους ή την ηθική τάξη κάνοντας κατάχρηση της δύναμης ή της εξουσίας του
✦ (για ενέργειες) που γίνεται χωρίς να υπολογίζονται τα δικαιώματα των άλλων, οι κανόνες της λογικής ή της ηθικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αυθαίρετα (Κ αυθαιρέτως)