set


set
Προφορά

{set}

(Επίθετο)
● αμετάτρεπτος
● σταθερός
● ορισμένος

(Ουσιαστικό)
● τάξη
● φορμάρισμα
● δύση
● σερβίτσιο
● σειρά
● συλλογή

(Ρήμα)
● βάζω
● βάλλω
● θέτω
● τοποθετώ
● ορίζω
● κανονίζω
● κατακαθίζω
● προσαρμόζω
● στερεώνω
● δύω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.