άτομο


άτομο
Προφορά

Ετυμολογία
άτομο αρχαία ελληνική ἄτομον, └ουδ┘ του επιθέτου ἄτομος (= άτμητος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το άτομο

✦ ο άνθρωπος ως μονάδα, ως πρόσωπο: οι ελευθερίες του ατόμου
✦ (φυσ.) η ελάχιστη υποδιαίρεση της ύλης των χημικών στοιχείων, που αποτελείται από πυρήνα και ηλεκτρόνια: η διάσπαση του ατόμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.