sect Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply sectΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/sect.mp3{sekt} (Ουσιαστικό)● αίρεση● σχίσμα● δόγμα● οπαδοί ενός δόγματος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση