run


run
Προφορά

{rʌn}

(Ουσιαστικό)
● δρόμος
● τρέξιμο

(Ρήμα)
● ρέω
● τρέχω

└[Εκφράσεις]┘
● at a run = τρεχάλα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.