row


row
Προφορά

{rəʋ}

(Ουσιαστικό)
● αράδα
● σειρά
● στοίχος
● καβγάς
● ταραχή
● φιλονικία
● οχλαγωγία

(Ρήμα)
● κωπηλατώ
● φιλονικώ θορυβωδώς

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.