row Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply rowΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/r/row.mp3{rəʋ} (Ουσιαστικό)● αράδα● σειρά● στοίχος● καβγάς● ταραχή● φιλονικία● οχλαγωγία (Ρήμα)● κωπηλατώ● φιλονικώ θορυβωδώς Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση