rig


rig
Προφορά

{rıg}

(Ουσιαστικό)
● εξάρτιση πλοίου
● ιματισμός
● εφοδιασμός

(Ρήμα)
● εξαρτύω
● εφοδιάζω
● ενδύω
● εξοπλίζω
● μανουβράρω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.