rank


rank
Προφορά

{ræŋk}

(Επίθετο)
● χονδροειδής
● υπερβολικός

(Ουσιαστικό)
● γραμμή
● σειρά
● τάξη
● βαθμός
● κλάση
● πυκνή βλάστηση
● ταγγός

(Ρήμα)
● κατατάσσομαι
● κατατάσσω
● βαθμοφορώ
● προεξέχω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.