ramp


ramp
Προφορά

{ræmp}

(Ουσιαστικό)
● κεκλιμένη δίοδος
● δρόμος μεταξύ δυο πατώματων κτίριου
● ράμπα
● κεκλιμένη επιφάνεια
● αναβαθμίδα

(Ρήμα)
● ορθούμαι
● αναπηδώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.