put Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply putΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/put.mp3{pʋt} (Ρήμα)● θέτω● βάζω● βάλλω● – αόρ. του ‘put’ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση