purse


purse
Προφορά

{pɜ:rs}

(Ουσιαστικό)
● βαλάντιο
● ταμείο
● πορτοφόλι
● σακκούλα

(Ρήμα)
● σακκουλιάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.