puncture


puncture
Προφορά

{‘pʌŋktʃər}

(Ουσιαστικό)
● παρακέντηση
● τρύπα
● τρύπημα
● τρυπημένο λάστιχο

(Ρήμα)
● ξεφουσκώνω
● κεντώ
● τρυπώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.