pulse


pulse
Προφορά

{pʌls}

(Ουσιαστικό)
● συγκίνηση
● σφυγμός
● όσπριο

(Ρήμα)
● πάλλομαι

└[Εκφράσεις]┘
● of the pulse = σφυγμικός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.