prop


prop
Προφορά

{prɒp}

(Ουσιαστικό)
● στήριγμα
● στυλοβάτης
● αποκούμπι
● έλιξ πλοίου
● κινητήρας
● προπέλα

(Ρήμα)
● υποστηρίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.