proof Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply proofΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/proof.mp3{pru:f} (Επίθετο)● αδιαπέραστος● αντέχων● ασφαλής (Ουσιαστικό)● απόδειξη● πειστήριο● δοκιμή● δοκίμιο● δοκιμασία● έλεγχος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση