procurer Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply procurerΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/procurer.mp3{prəʋk’jʋrər} (Ουσιαστικό)● προμηθευτής● μαστροπός● σωματέμπορας Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση