process


process
Προφορά

{‘prɒses, ‘prəʋses}

(Ουσιαστικό)
● διαδικασία
● διεργασία
● κατεργασία
● πορεία
● μέθοδος
● πράξη
● δικαστική κλήση

(Ρήμα)
● κατεργάζομαι

└[Εκφράσεις]┘
● in line processing = απευθείας επεξεργασία

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.