print Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply printΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/print.mp3{prınt} (Ουσιαστικό)● αποτύπωμα● κόπια● στάμπα● τύπος (Ρήμα)● αποτυπώ● αποτυπώνω● εκτυπώ● τυπώνω └[Εκφράσεις]┘● in print = στον τύπο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση