principal Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply principalΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/principal.mp3{‘prınsəpəl} (Επίθετο)● κυριότερος● συμβαλλόμενος● πρωταίτιος (Ουσιαστικό)● αρχικό κεφάλαιο● αυτουργός● διευθυντής σχολείου● εντολέας● κεφάλαιο● κύριος● αρχηγός● διευθυντής● σχολάρχης Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση